μπορντάδα

μπορντάδα
και μπορτάδα, η
ναυτ.
1. καθεμιά από τις διαδρομές ιστιοφόρου που πλαγιοδρομεί, αλλ. βόλτα
2. (κατ' επέκτ.) το μήκος τής διαδρομής
3. ομοβροντία τών πυροβόλων τής μιας πλευράς τού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bordata].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”